- απογλυτώνω
- 1. μετ. спасать, избавлять;2. αμετ. спасаться, избавляться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απογλυτώνω — (Μ ἀπογλυτώνω) απελευθερώνω, γλυτώνω κάποιον 2. διασώζομαι … Dictionary of Greek